- μπίντα
- ηναυτ.1. σύστημα σχοινιών για τη συστολή ενός μέρους τής επιφάνειας τού ιστίου σε περίπτωση κακοκαιρίας2. το μέρος τού ιστίου που διπλώνεται με αυτά τα σχοινιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. binda].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… … Dictionary of Greek
διάξυλο — το (Α διάξυλον) 1. γερό ξύλινο δοκάρι καταστρώματος που συνδέει δύο στύλους (κν. μπίντα) 2. οριζόντιο δοκάρι, κν. τραβέρσα 3. κοινή ονομασία τού φυτού ασπάλαθος … Dictionary of Greek
κιονοδετώ — ναυτ. περιστρέφω αλυσίδα ή παλαμάρι σε κιονίσκο πλοίου, κν. δένω στην μπίντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + δετῶ (< δέτης < δέω (II) «δένω»), πρβλ. αγκυρο δετώ, βιβλιο δετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
μονόσειρος — η, ο 1. αυτός που έχει μία μόνο σειρά 2. φρ. «μονόσειρο ιστίο» ναυτ. ιστίο που φέρει μία μόνο σειρά, ώστε σε περίπτωση κακοκαιρίας να ελαττώνεται η επιφάνειά του, ιστίο με μία μπίντα, όπως είναι τα ημιόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σειρά] … Dictionary of Greek